σφυγμοῦ

σφυγμοῦ
σφυγμός
throbbing of inflamed parts
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφυγμολόγος — ο / σφυγμολόγος, ον, ΝΜ νεοελλ. ιατρ. ειδική συσκευή κατάλληλη για τον προσδιορισμό τής συχνότητας και τών άλλων χαρακτηριστικών τού σφυγμού μσν. αυτός που πραγματεύεται το θέμα τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • Mercurius [2] — Mercurius, 1) Mönch, der wahrscheinlich im 10. Jahrh. in Unteritalien lebte; er schr.: Περὶ σφυγμοῦ (über den Puls), herausgegeben von Salvator Cyrillus, Neapel 1812. 2) Römischer Bischof, so v.w. S. Johannes 237) …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Theophĭlos — (gr., d.i. Gottlieb). I. Byzantinischer Kaiser: 1) Sohn Michaels II. des Stammlers, geb. zu Amorium in Phrygien, wurde von Johannes Lekanomantes unterrichtet u. folgte 829 seinem Vater auf dem byzantinischen Throne; durch seinen Lehrer veranlaßt …   Pierer's Universal-Lexikon

  • MORPHUS — Pantomimus celebris, aetate Galeni, principatu Marci Philosophi Imperatoris, unusque e tribus nobilissimis Pantomimis, qui vicibus et in orbem saltando orchestram tum calefaciebant. E quibus duos nominat Galenus, Pyladem et Morphum in Commentar.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασφυγμία — η (Α ἀσφυγμία) [σφυγμός < σφύζω] η έλλειψη σφυγμού σ ένα περιφερειακό αγγείο του σώματος …   Dictionary of Greek

  • ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και …   Dictionary of Greek

  • επηρέμησις — ἐπηρέμησις, η (Α) παύση, διακοπή (μεταξύ συστολής διαστολής τού σφυγμού) …   Dictionary of Greek

  • κακόρρυθμος — η, ο (Α κακόρρυθμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ρυθμό ή που δεν έχει ρυθμό, άρρυθμος, ακανόνιστος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρυθμον (για τον σφυγμό) έλλειψη ρυθμού, αρρυθμία τού σφυγμού. επίρρ... κακορρύθμως με κακό ρυθμό, άρρυθμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”